κουβάλημα

κουβάλημα
το, -ατος
1. μεταφορά, μετακόμιση.
2. αιφνίδια άφιξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουβάλημα — το (Μ κουβάλισμα) 1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση 2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής 3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση… …   Dictionary of Greek

  • κωλοκόβω — 1. κουράζω κάποιον από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους 2. μέσ. κωλοκόβομαι με πονάει η μέση και η ράχη από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους …   Dictionary of Greek

  • κοβαλισμός — κοβαλισμός, ὁ (Α) η μεταφορά, το κουβάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοβαλεύω ή ίσως από αμάρτυρο *κοβαλίζω] …   Dictionary of Greek

  • κουβαλητικός — ή, ό [κουβαλητής] 1. σχετικός με τον κουβαλητή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουβαλητικά η αμοιβή για το κουβάλημα, τα αχθοφορικά …   Dictionary of Greek

  • κόμισις — κόμισις, ἡ (Μ) [κομίζω] κουβάλημα …   Dictionary of Greek

  • μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • σακατεύω — Ν [σακάτης] 1. καθιστώ κάποιον σακάτη, ανάπηρο, τού προκαλώ σοβαρή ή και ανεπανόρθωτη σωματική βλάβη 2. συνεκδ. α) χτυπώ, τραυματίζω κάποιον σοβαρά β) μτφ. καταπονώ, ταλαιπωρώ, εξαντλώ («με σακάτεψε στο κουβάλημα») 3. φρ. α) «τόν σακάτεψε στο… …   Dictionary of Greek

  • Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… …   Dictionary of Greek

  • κουβαλητικά — τα η αμοιβή για το κουβάλημα, η δαπάνη της μεταφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”